grouillot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
grouillot grouillots

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grouillot (fr) αρσενικό

  1. άνθρωπος για όλες τις δουλειές
     συνώνυμα: factotum, homme à tout faire
  2. στο χρηματιστήριο, αυτός που τρέχει για να μεταφέρει τις εντολές αγοράς ή πώλησης