groupusculaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- groupusculaire < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
groupusculaire | groupusculaires |
groupusculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (σπάνιο) σχετικός με μικρό πολιτικό κόμμα