grow old

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
grow old < → δείτε τις λέξεις grow και old

Έκφραση

[επεξεργασία]

grow old (en)

  • (ιδιωματισμός) περνάω τα χρόνια
    When one grows old, one needs peace and quiet.
    Όταν περνάνε τα χρόνια, θέλει κανείς ησυχία.
    The older I grow, the better I understand you.
    Όταν περνάνε τα χρόνια τόσο καλύτερα σε καταλαβαίνω.
  • grow old - Cambridge Dictionary online
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684. , λήμμα: περνώ