gueule

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gueule gueules

gueule (fr) θηλυκό

  1. το στόμα ενός ζώου
  2. (χυδαίο) το στόμα
    ferme ta grande gueule - βούλωσέ το (κλείσε το μεγάλο σου στόμα)
  3. η μούρη, το μούτρο, η φάτσα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]