guigne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
guigne guignes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

guigne (fr) θηλυκό