gulosus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gulosus < gul(a) + ōsus

Επίθετο

[επεξεργασία]

gulōsus (la), -a, -um

Απόγονοι

[επεξεργασία]

gulosus (λατινικά)

ιταλικά: gοlosο
νέα ελληνικά: γουλόζος