gymnospermes
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gymnospermes (fr) αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (βιολογία) τα γυμνόσπερμα
gymnospermes (fr) αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό