hébètement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hébètement | hébètements |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hébètement (fr) αρσενικό
- → δείτε τη λέξη hébétement
ενικός | πληθυντικός |
hébètement | hébètements |
hébètement (fr) αρσενικό