hébètement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
hébètement hébètements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hébètement (fr) αρσενικό