hématome

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.ma.tom/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hématome hématomes

hématome (fr) αρσενικό