hépatectomie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hépatectomie | hépatectomies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hépatectomie (fr) θηλυκό
- (ιατρική) η ηπατεκτομή
ενικός | πληθυντικός |
hépatectomie | hépatectomies |
hépatectomie (fr) θηλυκό