habitat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
habitat habitats

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

habitat (en)



      ενικός         πληθυντικός  
habitat habitats

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.bi.ta/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

habitat (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

habitat (it) αρσενικό