hachette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hachette < hache

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʔa.ʃɛt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hachette hachettes

hachette (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]