hachette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- hachette < hache
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hachette | hachettes |
hachette (fr) θηλυκό
- μικρό τσεκούρι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- hachage
- haché - hachée
- hachement
- hacher
- hachereau
- hachis
- hachoir
- hachure
- hachurer
- → δείτε τη λέξη hacher