haphazardly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός haphazardly
συγκριτικός more haphazardly
υπερθετικός most haphazardly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
haphazardly < haphazard + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

haphazardly (en) (κακόσημο)

  • χαοτικά, ανοργάνωτα, πρόχειρα, με τρόπο που δεν έχει συγκεκριμένη τάξη ή σχέδιο· με τρόπο που δεν είναι καλά οργανωμένος πρόχειρος
    I haphazardly pinned up my pants with a safety pin.
    Έπιασα πρόχειρα το παντελόνι μου με παραμάνα.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]