happy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός happy
συγκριτικός happier
υπερθετικός happiest

Επίθετο

[επεξεργασία]

happy (en)

  1. χαρούμενος, χαίρομαι, ευτυχισμένος
    We were happy to see you.
    Χαρήκαμε που σε είδαμε.
     συνώνυμα: glad
  2. ευτυχής, ευχάριστος
  3. επιτυχημένος, κατάλληλος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]