hara-kiri
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hara-kiri (en)
- το χαρακίρι (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- seppuku
- suicide for honourable death
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʔa.ʁa⋅ki.ʁi/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hara-kiri | hara-kiris |
hara-kiri (fr) αρσενικό
- το χαρακίρι
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- faire hara-kiri, se faire hara-kiri - αυτοκτονώ· (μεταφορικά) θυσιάζομαι