haunt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας haunt
γ΄ ενικό ενεστώτα haunts
αόριστος haunted
παθητική μετοχή haunted
ενεργητική μετοχή haunting

haunt (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

haunt (en)

  1. στοιχειό, φάντασμα
  2. στέκι
     συνώνυμα: hangout