have got to
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | have got to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | has got to |
αόριστος | had got to |
παθητική μετοχή | had got to |
ενεργητική μετοχή | having got to |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]have got to (en)
- άλλη μορφή του have to
- ↪ You have got to go to bed right now.
- Πρέπει να πας αμέσως για ύπνο.
- ↪ It has got to be John.
- Πρέπει να είναι ο Γιάννης.
- ↪ You have got to go to bed right now.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- → δείτε το ρήμα have to
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε το ρήμα must
Πηγές
[επεξεργασία]- have got to - Cambridge Dictionary online