have got to

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας have got to
γ΄ ενικό ενεστώτα has got to
αόριστος had got to
παθητική μετοχή had got to
ενεργητική μετοχή having got to

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
have got to < → δείτε τις λέξεις have, got και to

have got to (en)

  • άλλη μορφή του have to
    You have got to go to bed right now.
    Πρέπει να πας αμέσως για ύπνο.
    It has got to be John.
    Πρέπει να είναι ο Γιάννης.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • → δείτε το ρήμα have to

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • → δείτε το ρήμα must