hearing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hearing hearings

hearing (en)

  1. η ακοή

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

hearing (en)