hearth

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: heart

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hearth (en)

  1. το τζάκι, η εστία, ιδιαίτερα το δάπεδο του τζακιού
  2. (μεταφορικά) η οικογενειακή εστία
  3. το κατώτερο μέρος ενός μεταλλουργικού καμινιού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]