hearth
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hearth (en)
- το τζάκι, η εστία, ιδιαίτερα το δάπεδο του τζακιού
- (μεταφορικά) η οικογενειακή εστία
- το κατώτερο μέρος ενός μεταλλουργικού καμινιού