heat up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας heat up
γ΄ ενικό ενεστώτα heats up
αόριστος heated up
παθητική μετοχή heated up
ενεργητική μετοχή heating up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
heat up < → δείτε τις λέξεις heat και up

heat up (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ζεσταίνω, θερμαίνω
    I’m heating up the milk.
    Ζεσταίνω το γάλα.
    I’ll heat up water for tea.
    Θα ζεστάνω νερό για τσάι.
    The weather has started heating up.
    Ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει.
    Metals expand when they heat up.
    Τα μέταλλα διαστέλλονται όταν θερμανθούν.
  2. ζεσταίνομαι, γίνομαι πιο ενθουσιώδης ή για να δείξω αύξηση της δραστηριότητας
    Just as the atmosphere at the party started to heat up
    Μόλις άρχισε να ζεσταίνεται η ατμόσφαιρα στο πάρτι…