heel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
heel heels

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

heel (en)

  1. (ανθρώπινο σώμα) η φτέρνα
  2. (υπόδηση) το τακούνι



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίρρημα[επεξεργασία]

heel (nl)

Συνώνυμα[επεξεργασία]