heimsfaraldur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισλανδικά (is)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- heimsfaraldur < heimur (παγκόσμιος) + faraldur (επιδημία)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]heimsfaraldur (is) αρσενικό
heimsfaraldur (is) αρσενικό