hellénique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ.le.nik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hellénique helléniques

hellénique (fr) αρσενικό ή θηλυκό