herbivore

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

herbivore (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
herbivore < herbe + -vore

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛʁ.bi.vɔʁ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
herbivore herbivores

herbivore (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
herbivore herbivores

herbivore (fr) αρσενικό