hermine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hermine hermines

hermine (fr) θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) η ερμίνα
  2. (κατ’ επέκταση) το δέρμα, η προβιά της ερμίνας
  3. (εραλδική) ένα από τα δύο δέρματα ενός οικοσήμου