heurt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
heurt < heurter

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʔœʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
heurt heurts

heurt (fr) αρσενικό

  1. η σύγκρουση
  2. η πρόσκρουση
  3. η αντίθεση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]