hire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hire | hires |
hire (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | hire |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hires |
αόριστος | hired |
παθητική μετοχή | hired |
ενεργητική μετοχή | hiring |
hire (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) προσλαμβάνω, δίνω σε κάποιον δουλειά
- (μεταβατικό) προσλαμβάνω, δίνω σε κάποιον μια δουλειά για μικρό χρονικό διάστημα για να κάνει μια συγκεκριμένη εργασία
- (μεταβατικό, ειδικά βρετανική σημασία) ενοικιάζω από κάποιον
Πηγές
[επεξεργασία]- hire (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- hire (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 294, 748. ISBN 9780194325684., λήμμα: ενοικιάζω, προσλαβαίνω