hissage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hissage (fr), les hissages (δεν γίνεται liaison).

Συγγενικά

[επεξεργασία]

hisser