hochet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hochet < hochet

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʔɔ.ʃɛ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hochet hochets

hochet (fr) αρσενικό

  1. η κουδουνίστρα
  2. (μεταφορικά) η ψευδαίσθηση, το όνειρο

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]