hold-up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hold-up (en)

  1. καθυστέρηση ή αναμονή
  2. ένοπλη ληστεία

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʔɔl.dœp/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hold-up hold-ups

hold-up (fr) αρσενικό

  1. ένοπλη ληστεία