homélie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ.me.li/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
homélie homélies

homélie (fr) θηλυκό