hommage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ.maʒ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hommage hommages

hommage (fr) αρσενικό

  1. (ιστορία) πράξη με την οποία ένας άρχοντας δήλωνε ότι ήταν υποτελής (vassal, homme]) ενός άλλου άρχοντα (suzerain), υποσχόμενος να του είναι πιστός
  2. η ένδειξη σεβασμού, ο φόρος τιμής
  3. ένδειξη ευγένειας, αφοσίωσης ενός άνδρα προς μια γυναίκα