honorabilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ.nɔ.ʁa.bi.li.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
honorabilité honorabilités

honorabilité (fr) θηλυκό