honour

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
honour honours

honour (en) (βρετανική γραφή) & honor (ΗΠΑ)

  • η τιμή
    He is a man with honour.
    Είναι άνθρωπος με τιμή.
    a reception in your honour - δεξίωση προς τιμήν σου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας honour
γ΄ ενικό ενεστώτα honours
αόριστος honoured
παθητική μετοχή honoured
ενεργητική μετοχή honouring

honour (en) (βρετανική γραφή) και honor (αμερικανικό)