hood

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
hood hoods

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hood (en)

  1. η κουκούλα
  2. το καπό του αυτοκινήτου

Εκφράσεις

[επεξεργασία]