horde

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʔɔʁd/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
horde hordes

horde (fr) θηλυκό