hors-la-loi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʔɔʁ.la.lwa/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
hors-la-loi | hors-la-loi |
hors-la-loi (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
hors-la-loi | hors-la-loi |
hors-la-loi (fr) αρσενικό ή θηλυκό