hors-sol
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
hors-sol | hors-sol |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hors-sol (fr) αρσενικό
- είδος κτηνοτροφίας όπου τα ζώα δεν τρέφονται με προϊόντα του ίδιου αγροκτήματος
- που δε στηρίζεται στην πραγματικότητα