hound

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hound (en)

  1. o σκύλος
  2. το κυνηγόσκυλο
     συνώνυμα: hunter


hound (en)

  1. ζητώ με εμμονή κάτι από κάποιον, επιμένω ενοχλητικά, κυνηγώ
    quit hounding her to go out with you, she's not interested
    the paparazzi hounded the newlywed celebrity couple wherever they went