hourly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hourly < hour + -ly

Επίθετο

[επεξεργασία]

hourly (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ωριαίος, που αντιστοιχεί σε χρόνο μιας ώρας
    hourly pay - ωριαία αμοιβή

Επίρρημα

[επεξεργασία]

hourly (en) (χωρίς παραθετικά)