household

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
household < house + hold

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
household households

household (en)

Επίθετο

[επεξεργασία]

household (en)

  • που αναφέρεται στο νοικοκυριό, οικογενειακός
    household income - το εισόδημα ενός νοικοκυριού/το οικογενειακό εισόδημα