housing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]housing (en)
- (μη μετρήσιμο) η κατοικία, η στέγη, σπίτια, διαμερίσματα κτλ. στα οποία κατοικούν οι άνθρωποι, ειδικά όταν αναφερόμαστε στον τύπο, την τιμή ή την κατάστασή τους
- ↪ They are freezing housing rents from tomorrow.
- Παγώνουν από αύριο τα ενοίκια κατοικιών.
- ↪ the housing problem - το πρόβλημα στέγης
- ↪ They are freezing housing rents from tomorrow.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]housing (en)