huilier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- huilier < huile
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
huilier | huiliers |
huilier (fr) αρσενικό
- (σπάνιο) ο ελαιοπαραγωγός
- (πιο συνηθισμένο) σκεύος της κουζίνας με δύο φιάλες, μία για το λάδι και μία για το ξίδι
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | huilier | huiliers |
θηλυκό | huilière | huilières |
huilier (fr)
- που σχετίζεται με την παραγωγή ελαίων