huisserie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɥis.ʁi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
huisserie huisseries

huisserie (fr) θηλυκό

  • η κάσα μιας πόρτας ή ενός παραθύρου