humiliate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας humiliate
γ΄ ενικό ενεστώτα humiliates
αόριστος humiliated
παθητική μετοχή humiliated
ενεργητική μετοχή humiliating

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
humiliate < λατινική humiliatus < humiliare < humilis < humus

humiliate (en)

  • (μεταβατικό) εξευτελίζω, ταπεινώνω, κάνω κάποιον να νιώθει ντροπιασμένος ή ηλίθιος και χάνει τον σεβασμό των άλλων ανθρώπων
    He insulted and humiliated me.
    Με έβρισε και με εξευτέλισε.
    I feel humiliated.
    Νιώθω εξευτελισμένος.
    I felt so humiliated at my failure that…
    Ένιωσα τόσο ταπεινωμένος από την αποτυχία μου που…
    I humiliate someone in public.
    Ταπεινώνω κάποιον δημόσια.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]