hunky

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός hunky
συγκριτικός hunkier
υπερθετικός hunkiest

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hunky < hunk + -y

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈhʌŋ.ki/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

hunky (en)

  1. (αργκό) ο κούκλος, ο όμορφος, ο ωραίος (για άντρες)
  2. (αργκό, ΗΠΑ) σε καλή κατάσταση

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]