iaceo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία la

[επεξεργασία]
iaceo < (κληρονομημένο) πρωτοϊταλική *jakēō < *jakjō → δείτε τη λέξη iacio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζω *(H)ih₁-k- (ρίχνω)

iaceo (la) (χωρίς παθητική φωνή)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • iacio στο αγγλικό Βικιλεξικό