idiome

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

idiome < λατινική idioma

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.djom/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
idiome idiomes

idiome (fr) αρσενικό

  1. η γλώσσα ενός λαού
  2. το γλωσσικό ιδίωμα