idle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός idle
συγκριτικός more idle
υπερθετικός most idle

idle (en)

  1. (κακόσημο) τεμπέλης, για άτομα που δεν εργάζονται σκληρά
    He was idle all his life.
    Ήταν τεμπέλης όλη του τη ζωή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη lazy
  2. άεργος, χωρίς δουλειά
    I have been idle for months, though, as God as my witness, I’m not lazy.
    Είμαι άεργος επί μήνες, αν και, μάρτυς μου ο Θεός, δεν είμαι τεμπέλης.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unemployed

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας idle
γ΄ ενικό ενεστώτα idles
αόριστος idled
παθητική μετοχή idled
ενεργητική μετοχή idling

idle (en)

Πηγές[επεξεργασία]