illegal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός illegal
συγκριτικός more illegal
υπερθετικός most illegal

Επίθετο

[επεξεργασία]

illegal (en)

  • παράνομος
    It is illegal to have a scary elephant as a pet.
    Είναι παράνομο να έχεις έναν τρομακτικό ελέφαντα για κατοικίδιο.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]